- ολοσχερής
- -ές (ΑΜ ὁλοσχερής, -ές)ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή»)αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν», Πολ.)2. απόλυτος («ὁλοσχερὴς ἐξουσία», πάπ.)3. αυτός που αποτελείται από μεγάλα τεμάχια4. αυτός που εμφανίζεται σε γενικές γραμμές («ὁλοσχερεῑ λόγῳ», Πλωτ.)5. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁλοσχερέςχονδρικώς, με γενικό τρόπο.επίρρ...ολοσχερώς (ΑΜ ὁλοσχερώς)ολοκληρωτικά, τελείως, εντελώς, κατά κράτος («τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβαλεῑν», Πολ.)αρχ.1. σε μεγάλα τεμάχια («ὁλοσχερῶς συνθλάσαι», Διοσκ.)2. με γενικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -σχερής (< *σχερός / *σχερόν «συνέχεια, σειρά, ακολουθία», τ. που πρέπει να συνδέεται με τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. ἔχω*, πρβλ. αόρ. ἔ-σχ-ον, παρακμ. ἔ-σχ-ηκα), βλ. και επισχερώ].
Dictionary of Greek. 2013.